ξεμανταλώνω

ξεμανταλώνω
τραβώ τον μάνταλο τής πόρτας, ανοίγω την πόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + μανταλώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεμαντάλωμα — το [ξεμανταλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμανταλώνω, η αφαίρεση τού μαντάλου, ξεκλείδωμα …   Dictionary of Greek

  • αναζυγώ — ἀναζυγῶ ( όω) (ΑΜ) βγάζω τον σύρτη, ξεμανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα στερ. + ζυγῶ «μανταλώνω, κλείνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεμαντάλωτος — η, ο [ξεμανταλώνω] αυτός που τού έχουν αφαιρέσει το μάνταλο, ανοιχτός …   Dictionary of Greek

  • ξεμανταλωμός — ο [ξεμανταλώνω] 1. το ξεμαντάλωμα 2. μτφ. περιορισμός, περιστολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”